- οίκος
- ο (ΑΜ οἶκος)1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ' οίκον έρευνα» — έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχέςβ. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ)2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β. «Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον», Αισχύλ.)3. αστρολ. η θέση την οποία κατέχει ένας πλανήτης όταν δεσπόζει στον ζωδιακό κύκλο («δέδονται τόποι τινὲς τοῑς πλανήταις, οὓς οἴκους αὐτῶν καλοῡσιν οἱ νεώτεροι, ἐν οἷς αὐτοὺς ὄντας καὶ οἰκοδεσποτεῑν λέγουσιν», Ευστ.)4. φρ. «οίκος (τού) Θεού» ή «οίκος (τού) Κυρίου» — η εκκλησία, ο ναόςνεοελλ.1. οργανωμένη επιχείρηση (α. «οίκος μόδας» β. εκδοτικός οίκος»)2. το σύνολο τών στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων που ανήκουν στην υπηρεσία ανώτατου άρχοντα3. (λειτ.) καθεμιά από τις επιμέρους στροφές κοντακίου, οι οποίες βρίσκονται μετά το προοίμιο («οι οίκοι τού Ακάθιστου Ύμνου»)4. φρ. α) «τα εν οίκω μη εν δήμω» — αυτά που αφορούν μία οικογένεια ή ένα στενό περιβάλλον δεν πρέπει να γίνονται γνωστά σε ευρύτερο κύκλοβ) «οίκος ευγηρίας» — το γηροκομείογ) «οίκος τυφλών» — άσυλο τυφλώνδ) «οίκος ανοχής» — πορνείο, μπουρδέλομσν.-αρχ.1. ναός, ιερό («οἴκους ἐν οἷς συνήγοντο οἱ χριστιανοί», Ευστ.)2. η φωλιά άγριου ζώουαρχ.1. οποιοδήποτε μέρος χρησιμεύει για κατοικία, όπως σκηνή, σπήλαιο κ.λπ. («οἶκον μὲν ὁρᾱς τόν δ' ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης», Σοφ.)2. η πατρίδα, η γενέτειρα («ἵνα μὴ ἀπ' οἴκου ὦσι», Θουκ.)3. μέρος τού σπιτιού, δωμάτιο, θάλαμος ή τραπεζαρία (α. «ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῡσα τὰ σ' αὐτῆς έργα κόμιζε», Ομ. Οδ.β. «ἀλλ' ἀρκέσει μοι οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν.)4. η περιουσία, καθετί που έχει στην κατοχή του ο οικοδεσπότης («ἐδίδοσαν οἶκον αὐτῷ τὸν Νάβιδος ἐς πλέον ἢ τάλαντα ἑκατόν», Παυσ.)5. κληρονομιά («καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους οὗτοι μὲν < ἂν> ἐκ τών πραγμάτων ἐκτήσαντο», Λυσ.)6. κλουβί πτηνού7. στον πληθ. οἱ οἶκοιένα σπίτι που έχει πολλά δωμάτια («σῶσαί με' ἐς οἴκους», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (F)οῖκος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik/ woiko- «σπίτι, οικισμός» και συνδέεται με αρχ. ινδ. veśa- «σπίτι», veśά- «κάτοικος», γοτθ. weihs «χωριό». Στη μηδενισμένη βαθμίδα *wik- τής ρίζας ανάγονται τα: αρχ. ινδ. viś- «πατριά, ομάδα από πολλές οικογένειες», viśati, αβεστ. vĩsaiti «εγκαθίσταμαι, κάθομαι», λατ. vicus «κώμη, χωριό», αρχ. σλαβ. vĭsĩ χωριό». Η λ. οἶκος ανήκει σε μία οικογένεια λέξεων τής Ινδοευρωπαϊκής, σημαντική για την ιστορία τού κοινωνικού λεξιλογίου. Στην Ιρανική και στην Αρχ. Ινδική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «πατριά, ομάδα από πολλές οικογένειες» (πρβλ. ιραν. vīs-, αρχ. ινδ. viś-), ενώ στη Λατινική και στην Αρχ. Γερμανική εξελίχθηκε στη σημ. «χωριό, κωμόπολη» (πρβλ. λατ. vicus, γοτθ. weihs). Στην Ελληνική, για την κοινωνική οργάνωση χρησιμοποιήθηκαν οι λ. γένη, φυλαί, πόλις, ενώ οι λ. οἶκος, οἰκία (βλ. λ. οικία) περιορίστηκαν στις σημ. «οικογένεια» και «τόπος διαμονής τής οικογένειας» αντικαθιστώντας τη λ. δόμος (πρβλ. λατ. domus), που έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται. Η λ. οἶκος με τα πάμπολλα παράγωγα και σύνθετά της χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις σημασίες «κατοικία, διαχείριση τής κατοικίας» αλλά και «υπηρέτης, κάτοικος τού σπιτιού» (πρβλ. οικώ, οικέτης, οικεύς). Παράλληλα, όμως, από τη λ. οἶκος προήλθε και μία ομάδα συνθ. κυρίως λέξεων που αναφέρονται στον αποικισμό (πρβλ. άποικος, έποικος, μέτοικος).ΠΑΡ. οίκαδε, οικείος, οικία, οικίζω, οικίσκος, οίκοθεν, οίκοι, οικώαρχ.οίκαδις, οικάριον, οικεύς, οικίδιος, οικίον, οικίσκη, οίκοθι, οίκονδε, οίκοσεαρχ.-μσν.οικέτης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οικογενής, οικοδέσποινα, οικοδεσπότης, οικοδίαιτος, οικοδόμος (I), οικονόμος, οικόπεδο(ν), οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφοςαρχ.οικοβασιλικόν, οικόδιος, οικοδέγμων, οικοδέκτωρ, οικοδεσπόζω, οικοδεσποτεία, οικοδοχεύς, οικόθετος, οικοκερδής, οικομανία, οικομαχία, οίκοποιός, οικοσκοπικόν οικοσόος, οικοτραφής, οικοτριδής, οικότριψ, οικοτύραννος, οικουργός, οικουρός, οικοφθόρος, οικοφόρος, οικοφυλάκιον, οικοφύλαξ, οικώναξ, οικωφελήςμσν.οικόθρεπτος, οικοκρατούμαι, οικοτόπιον, οικοτριβώμσν.- νεοελλ.οικοκύρης, οικολόγοςνεοελλ.οικοδιδάσκαλος, οικολογία, οικόσημο, οικοστολή, οικοσύστημα, οικοτεχνία, οικότυπος, οικοφοβία. (Β' συνθετικό) αγροίκος, άποικος, εγκάτοικος, ένοικος, έποικος, κάτοικος, μέτοικος, πάροικος, περίοικος, σύνοικος, φερέοικοςαρχ.αερίοικος, αμάξοικος, άνοικος, άντοικος, άοικος, απωλεσίοικος, αύτοικος, δύσοικος, εγρεσίοικος, εμδρύοικος, έξοικος, εύοικος, θυμάγροικος, κωμοκάτοικος, μεσάγροικος, μόνοικος, νέοικος, νεοκάτοικος, νεώσοικος, ομοκάτοικος, ομόοικος, ορείοικος, ορεσίοικος, ουρανοκάτοικος, ουρεσίοικος, πέδοικος, πλησίοικος, πρόοικος, πρόσοικος, πτολίοικος, συμπάροικος, σωσίοικος, υλοκάτοικος, υπάγροικος, υπέροικος, ύποικος, φέροικος, φθορόοικος, φίλοικος, φυκίοικος, χαλκίοικος, ωλεσίοικοςνεοελλ.δουλοπάροικος, συγκάτοικος].
Dictionary of Greek. 2013.